σκοτάδια
Смотреть что такое "σκοτάδια" в других словарях:
σκοτάδι — το, Ν 1. έλλειψη φωτός, σκότος (α. «κοιτάζοντας ο καθένας τον ίδιο κόσμο χωριστά, το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά», Σεφέρης β. «εκεί που τραβούσανε τη νύχτα στο σκοτάδι», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) έλλειψη σαφήνειας, βεβαιότητας ή σιγουριάς («η… … Dictionary of Greek
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
Βέργης, Άνθης — (Πετροχώρι Αιτωλοακαρνανίας 1919 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη Κώστα Χρ. Δημητρίου. Σταδιοδρόμησε ως διευθυντής στη γενική γραμματεία Τύπου, ενώ υπήρξε επίσης τακτικός συνεργάτης στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (1950 60). Εξέδωσε την… … Dictionary of Greek
βοδισάτβα — (bodhisattva).Κατά τη βουδιστική αίρεση Maχαγιάνα (= μεγάλο όχημα), β. ονομάζονται τα άτομα που έχουν φτάσει μέχρι τη νιρβάνα,όπως ο Βούδας, αλλά τα οποία δεν απέκτησαν την ιδιότητα του Βούδα διότι θέλησαν να μείνουν μεταξύ των ανθρώπων και να… … Dictionary of Greek
Πέρεθ ντε Αγιάλα, Ραμόν — (Pιrez de Ayala, Οβιέδο 1880 – Μαδρίτη 1962). Ισπανός συγγραφέας. Μαθητής του Λεοπόλντο Άλας και φίλος του Ορτέγκα* ι Γκασέτ, κατά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1931 διορίστηκε πρέσβης της Ισπανίας στο Λονδίνο, όπου παράμεινε μέχρι το 1936.… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
φωτερός — ή, ό 1. αυτός που φωτίζεται καλά, φωτεινός: Φωτερά σκοτάδια (Γ. Δροσίνης). 2. το ουδ. εν. ως ουσ., φωτερό ο φεγγίτης (βλ. λ.). 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φωτερά τα μάτια, οι οφθαλμοί (σε φράση ειρωνική ή κατάρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)